- παλίμποινα
- παλίμποινοςretributiveneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλίμποινος — παλίμποινος, ον (Α) 1. αυτός που ανταποδίδει, εκδικητικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παλίμποινα ανταπόδοση, εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ποινος (< ποινή)] … Dictionary of Greek